- όργανο
- το (ΑΜ ὄργανον)1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς» — το πεπτικό σύστημα, Αριστοτ.)3. κάθε κατασκεύασμα που παράγει μουσικούς ήχους4. οτιδήποτε χρησιμεύει ως μέσο για την επιτέλεση ενός σκοπού5. τίτλος γενικής συλλογής τών λογικών συγγραμμάτων τού Αριστοτέλους (Κατηγορίαι, Ἀναλυτικά, Τοπικά, Σοφιστικοί Έλεγχοι)νεοελλ.1. πρόσωπο που υπηρετεί τα σχέδια, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις κάποιου άλλου2. πρόσωπο ή σύνολο προσώπων το οποίο «δυνάμει» κανόνων δικαίου έχει την ικανότητα να ενεργεί προς το συμφέρον και για λογαριασμό συγκεκριμένου νομικού προσώπου (α. «τα όργανα τής τάξεως» β. «τα όργανα τής δικαιοσύνης»)3. το σύνολο τών διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία μιας υπηρεσίας4. φωνή αοιδού ή ψάλτη5. μηχάνημα ή σκεύος με το οποίο εκτελούνται πειράματα ή παρατηρήσεις6. φρ. α) «μίσθαρνο όργανο» — άτομο που εξαγοράζεται για να εκτελέσει με οποιονδήποτε τρόπο τη θέληση άλλωνβ) «εκκλησιαστικό όργανο» — αερόφωνο πληκτροφόρο όργανο στο οποίο οι μουσικοί φθόγγοι παράγονται με τη βοήθεια αυλών διατεταγμένων κλιμακωτά σε σειρές, όπου εισέρχεται αέρας υπό πίεση, και το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία τής μουσικήςαρχ.1. το μέσο με το οποίο αντιλαμβάνεται κάποιος, το αισθητήριο2. χειρουργικό εργαλείο3. πολεμική μηχανή4. υλικό για επεξεργασία («ὄργανον ἐν ὄρεσι», Πλάτ.)5. κάθε προϊόν επεξεργασίας ή κάθε ολοκληρωμένο έργο («λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀργάνοις», Ευρ.)6. υδραυλική μηχανή παροχέτευσης ύδατος7. πίνακας υπολογισμών8. φρ. α) «ὄργανον χλούνιον» — το φυτό ηρύγγιον*β) «ὄργανα χρόνων» ή «ὄργανα χρόνου» — οι αστέρεςγ) «ὄργανον ὀργάνων» ή «ὄργανον πρὸ ὀργάνων» — το χέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *werĝ- «κάνω» (πρβλ. έργο, έρδω, -οργός) και έχει επίθημα -αν-ον (πρβλ. ξέω: ξό-αν-ον: -ξόος, έχω: όχ-αν-ον: -όχος). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. organum) και από αυτήν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. organ, γαλλ. organe κ.λ.π.). Η λ. εμφανίζεται, τέλος, σε μια σειρά ξεν. επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (πρβλ. οργανογένεση < αγγλ. organogenesis, οργανογραφία < αγγλ. organography κ.λπ.).ΠΑΡ. οργανικός, οργανίτης, οργανώ (-νω)αρχ.οργανάριος, οργάνιοννεοελλ.οργανάκι, οργανίδιο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οργανοποιόςαρχ.οργανοθετώνεοελλ.οργανοαργιλικός, οργανογένεση, οργανογενής, οργανογόνος, οργανόγραμμα, οργανογραφία, οργανοδιάγραμμα, οργανοδυναμική, οργανοειδής, οργανοθεραπεία, οργανοκρατία, οργανοκρούστης, οργανοληπτικός, οργανολιθικός, οργανολογία, οργανομαγνησιακός, οργανομεταλλικός, οργανομεταλλοειδής, οργανομολυβδικός, οργανοπάθεια, οργανοπαίκτης, οργανοπαράσιτο, οργανοπλασία, οργανοπυριτικός, οργανοσκοπία, οργανοταξία, οργανοϋδραργυρικός, οργανοφυσιολογία, οργανοφωσφορικός, οργανοψευδαργυρικός, οργανωνυμία. (Β' συνθετικό) ανόργανοςνεοελλ.ενόργανος].
Dictionary of Greek. 2013.